- ταυτομερής
- -ές, Ν1. χημ. (για χημ. ένωση) αυτός που παρουσιάζει ταυτομέρεια*2. βιολ. (για συζευκτικό νευρώνα) αυτός τού οποίου τα διάφορα μέρη εμπεριέχονται στο ίδιο ημιμόριο τού νωτιαίου μυελού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tautomere < ταυτ(ο)-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. ισο-μερής. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ν. Πύργο].
Dictionary of Greek. 2013.